τριτεύω

τριτεύω
ΝΑ [τριτεύς]
νεοελλ.
1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)
2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» — θέμα μικρής σημασίας
αρχ.
αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίτευμα — τὸ, Α [τριτεύω] τριάδα θεών, τρεις θεοί …   Dictionary of Greek

  • τριτεία — (I) ἡ, Α [τριτεύω] το αξίωμα τού τριευτοῡ*. (II) τα / τριτεῑα, ΝΑ η τρίτη κατά την τάξη θέση νεοελλ. το τρίτο βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εῖον, κατά τα πρωτεῖα, δευτερεῖα] …   Dictionary of Greek

  • τριτευτής — ὁ, Α [τριτεύω] αυτός που αναλαμβάνει ένα αξίωμα για τρίτη φορά …   Dictionary of Greek

  • ἀποτριτευθῇ — ἀπό τριτεύω hold the office of aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”